Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στάντζα — η, Ν βλ. στάντσα … Dictionary of Greek
στάντσα — και στάντζα, η, Ν (διαλ. τ.) στροφή ποιήματος … Dictionary of Greek